- ανακάθημαι
- (αόρ. ανεκάθισα) см. ανακάθομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακάθημαι — (Α ἀνακάθημαι) κάθομαι ευθυτενής, έχοντας στητό το κορμί μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κάθημαι … Dictionary of Greek